- ἄλεισον
- ἄ-λεισον, ἄ-λεισος, Becher
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἄλεισον — cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλεισον — Είδος ποτηριού που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες σε συμπόσια και σπονδές. Κατασκευαζόταν συνήθως από χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Ήταν σκαλιστό και διακοσμημένο με διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις. Από τον Όμηρο περιγράφεται με δύο λαβές… … Dictionary of Greek
Άλεισον ή Ελισών — Αρχαία πόλη της Γερμανίας που είχε χτίσει ο Ρωμαίος στρατηγός Δρούσος, το 11 π.Χ., για να εξασφαλίσει τη στρατιωτική επικοινωνία με τον Ρήνο … Dictionary of Greek
ἀλείσου — ἄλεισον cup neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείσῳ — ἄλεισον cup neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλεισα — ἄλεισον cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лить — лью, укр. лити, ллю, блр. лiць, ст. слав. лити, лѣѭ χεῖν, а также лиѭ, лиѩти, болг. лея, сербохорв. ли̏ти, ли̏jе̑м, словен. liti, lijem, чеш. liti, leji, слвц. liаt᾽, lejem, др. польск. lic, leję, польск. lac, leję, в. луж. lec, liju, н. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
lē̆ i-4 — lē̆ i 4 English meaning: to pour Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, tröpfeln” Note: perhaps identical with lei 3. Material: O.Ind. perhaps pra līna “aufgelöst, ermattet”, vi linüti “zergeht, löst sich auf”… … Proto-Indo-European etymological dictionary